θρίδαξ

θρίδαξ
θρίδαξ (Cypr. [full] θρόδαξ, q.v.), ᾰκος, , [dialect] Ion. and [dialect] Dor. for θριδακίνη,
A lettuce, Epich.158, Hdt.3.32, Hp.Mul.1.78, Thphr.HP7.2.4, BGU 1118.13 (i B.C.), IG4.955.8 (Epid.), etc.:—also [full] θρύδαξ, POxy.1212 (ii A.D.); [full] θίδραξ, Hsch. s.v. θιδρακίνη. [ῐ, Epich. l.c., AP9.412 (Phld.), 11.295 (Lucill.), 413 (Ammian.), cf. θριδακηΐς, -ίνη, -ινίς: the accentuation θρῖδαξ lacks authority.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θρίδαξ — θρίδαξ, ακος, ἡ (Α) το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνειο προελληνικής προελεύσεως, ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το θρίον «φύλλο συκιάς», με σχηματισμό κατά το οίδαξ «αγριόσυκο». ΠΑΡ. θριδακίνη, θριδάκιο(ν)… …   Dictionary of Greek

  • θρίδαξ — lettuce fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριδάκων — θρίδαξ lettuce fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίδακα — θρίδαξ lettuce fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίδακας — θρίδαξ lettuce fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίδακες — θρίδαξ lettuce fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίδακι — θρίδαξ lettuce fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίδακος — θρίδαξ lettuce fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίδαξι — θρίδαξ lettuce fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίδαξιν — θρίδαξ lettuce fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόδαξ — θρόδαξ, ακος, ἡ (Α) θρίδαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κυπρ. τ. αντί θρίδαξ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”